-
1 ἀπο-διαιτάω
ἀπο-διαιτάω, als Schiedsrichter lossprechen, Is. frg. 1, 12; τινός, ἀπεδιῄτησε Dem. 40, 17; τινὸς τᾷν δίαιταν 49, 19; τινὶ τὴν δίαιταν 21, 93; pass., δίκην ἀποδεδιῃτημένην 21, 85.
-
2 καταδιαιτάω
A decide as arbitrator against one, give judgement against, opp.ἀποδ-, ὁ διαιτητὴς οὐ κατεδιῄτα, ἀλλ' ἀπιὼν ᾤχετο ἀποδιαιτήσας τούτου τὴν δίαιταν D.49.19
, cf. 21.84; οἷός τ' ἦν πείθειν αὐτόν, ἣν κατεδεδιῃτήκει, ταύτην ἀποδεδιῃτημένην ἀποφαίνειν ib.85; ἔρημον κ. τινὸς [ δίκην] give judgement in default against one, Id.21.92, cf. 40.17, Luc.Pr.Im.15: metaph., condemn, c. gen., Alciphr.1.31:—[voice] Med., καταδιαιτᾶσθαι δίαιτάν τινος to be the cause of an arbitration being given against one, Lys.25.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδιαιτάω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий